- σπιδής
- -ές, Αμακρός, εκτεταμένος («διὰ σπιδέος πεδίοιο», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία απαντά μόνο στη γεν. (πρβλ. τη φρ. τής Ιλιάδας «διά σπιδέος πεδίοιο»), απ' όπου οδηγούμαστε σε έναν τ. ονομαστικής σπιδής ή, κατ' άλλη άποψη, πιο πιθανή, σπιδύς. Παρλλ. απαντούν και άλλοι συγγενείς τ.: σπίδιος, σπιδνός, σπιδόεις, σπιδόθεν, σπίζω (Ι). Οι τ. αυτοί προέρχονται είτε από θ. σπιδ- (πρβλ. σπιδνός, σπίζω [Ι]) είτε από ένα αμάρτυρο προσηγορικό *σπίδος (πρβλ. σπιδόθεν, σπιδόεις) και μπορούν να συνδεθούν με λατ. spissus (< *spid-tos) «πυκνός, δυσχερής, βραδύς» και λιθουαν. spintu «συναθροίζομαι». Κατά μία άποψη, από τη ρίζα τών τύπων αυτών προέρχεται, με δασύ οδοντικό ένθημα -dh- (*spi-dh-), η λ. σπι-θ-αμή*. Η σύνδεση, τέλος, με το ρ. σπάω δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.